- ευγλωσσώ
- εὐγλωσσῶ, -έω (Α) [εύγλωσσος]καθιστώ κάποιον εύγλωττο, παρέχω ευγλωττία σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐγλώσσῳ — εὔγλωσσος good of tongue masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)